ροκέτα

ροκέτα
η, Ν
βλ. ρουκέτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρουκέτα — και ρουκέττα και ροκέτα, η, Ν 1. πύραυλος 2. εκτοξευόμενο πυροτέχνημα 3. ποσότητα εμετού που εκτοξεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rocch etta, υποκορ. τού rocca «αδράχτι» λόγω τού σχήματος τού πυραύλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”